- κυπριακός
- η , ό[ν] кипрский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Κυπριακός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπριακός — ή, ό (Α κυπριακός, ή, όν) [Κύπριος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κύπρο (α. «κυπριακό ζήτημα» β. «κυπριακός πολιτισμός» γ. «παρασκευάζετο τὰς δυνάμεις εἰς τὸν κυπριακὸν πόλεμον», Διόδ.) 2. αυτός που προέρχεται από την Κύπρο («κυπριακὰ… … Dictionary of Greek
κυπριακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Κύπρο, ή αυτός που προέρχεται από την Κύπρο: Το κυπριακό πρόβλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κυπριακά — Κυπριακός neut nom/voc/acc pl Κυπριακά̱ , Κυπριακός fem nom/voc/acc dual Κυπριακά̱ , Κυπριακός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυπριακῶν — Κυπριακός fem gen pl Κυπριακός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυπριακόν — Κυπριακός masc acc sg Κυπριακός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυπριακοῖς — Κυπριακός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυπριακῇ — Κυπριακός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυπριακή — Κυπριακός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυπριακῷ — Κυπριακός masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek